- μνησικάκει
- μνησικακέωremember past injuriespres imperat act 2nd sg (attic epic)μνησικακέωremember past injuriesimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνησικακεῖ — μνησικακέω remember past injuries pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) μνησικακέω remember past injuries pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мстительность — • Μνησικακει̃ν, см. Αμνηστία, Амнистия … Реальный словарь классических древностей
αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] … Dictionary of Greek
μνησικακώ — μνησικάκησα, δεν ξεχνώ το κακό που μου έκαναν και θέλω να εκδικηθώ: Μνησικακεί σε βάρος των συναδέλφων της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)